- κατωμάδιος
- κατωμάδιοςfrom the shouldermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατωμάδιος — κατωμάδιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που φοριέται πάνω στον ώμο ή είναι κρεμασμένος από τους ώμους 2. φρ. «δίσκος κατωμάδιος» ο δίσκος που εκσφενδονίζεται με το χέρι σηκωμένο πάνω από το ύψος τού ώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὠμ ά διος «αυτός που… … Dictionary of Greek
κατωμάδιον — κατωμάδιος from the shoulder masc acc sg κατωμάδιος from the shoulder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμαδίη — κατωμάδιος from the shoulder fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμαδίην — κατωμάδιος from the shoulder fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμαδίης — κατωμάδιος from the shoulder fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμαδίοιο — κατωμάδιος from the shoulder masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμαδίοισι — κατωμάδιος from the shoulder masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμαδίου — κατωμάδιος from the shoulder masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμάδια — κατωμάδιος from the shoulder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμάδιαι — κατωμάδιος from the shoulder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)